μεταφερομένου

μεταφερομένου
μεταφέρω
carry across
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • ναύλος — Μια από τις κύριες περιοχές της σύμβασης ναύλωσης, ναυτικής ή εναέριας, είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει το πρόσωπο (ναυλωτής) προς το συμφέρον και για λογαριασμό του οποίου ο πλοιοκτήτης (εκναυλωτής) διαθέτει είτε κατά τη διάρκεια μιας… …   Dictionary of Greek

  • πάδος — (Po). Ποταμός της βόρειας Ιταλίας, ο μεγαλύτερος της χώρας (625 χλμ.). Αποστραγγίζει λεκάνη 74.970 τ. χλμ., από τα οποία περίπου 50.000 καταλαμβάνει η κοιλάδα του Πάδου, τεράστια τάφρος που καλύφθηκε κατά το τριτογενές και το τεταρτογενές. Ο Π.… …   Dictionary of Greek

  • έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… …   Dictionary of Greek

  • Ντεκοβίλ, Πολ — (Paul Decauville, Πτι Μπουργκ, Εσόν 1846 – Νεϊγί 1922). Γάλλος βιομήχανος και εφευρέτης. Εφηύρε έναν τύπου σιδηροδρόμου που λύνεται, μεταφέρεται εύκολα και επανασυναρμολογείται και φέρει το όνομά του. Ο Ν., απόγονος οικογένειας μεγάλων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”